Greek Albanian Arabic Bulgarian Chinese (Simplified) Dutch English French German Italian Polish Portuguese Romanian Russian Serbian Spanish

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Δερματολογικές και άλλες κοινές παθήσεις

 

Δερματολογικές και συνήθεις παθήσεις

 

Για να γίνει κατανοητή η πάθηση και ο μηχανισμός που τη δημιουργεί, είναι σημαντικό να πούμε δυό λόγια για την εμβρυολογία που αφορά την κάθοδο των όρχεων στην τελική τους θέση μέσα στο όσχεο.

Κάθοδος όρχεων

Μεταξύ της 7ης εβδομάδας και της γέννησης, η βράχυνση του οσχεϊκού συνδέσμου προκαλεί την κάθοδο των όρχεων από το 10ο θωρακικό επίπεδο στο όσχεο. Οι όρχεις διέρχονται δια μέσου του βουβωνικού πόρου στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα. Μετά την 8η εβδομάδα, αμέσως μπροστά από τον οσχεϊκό σύνδεσμο, σχηματίζεται μια προεκβολή του περιτοναίου που ονομάζεται ελυτροειδής απόφυση του περιτοναίου και ωθεί προς τα έξω σακοειδείς προεκβολές της εγκάρσιας περιτονίας του έσω λοξού μυός και του έξω λοξού μυός, σχηματίζοντας με αυτόν τον τρόπο το βουβωνικό πόρο. Ο βουβωνικός πόρος εκτείνεται από τη βάση της εκστραφείσης εγκάρσιας περιτονίας (τον εν τω βάθει δακτύλιο) έως τη βάση του εκστραφέντος έξω λοξού μυός (τον επιπολής δακτύλιο). Μετά την εκκόλπωση της ελυτροειδούς αποφύσεως του περιτοναίου στο όσχεο, ο οσχεϊκός σύνδεσμος βραχύνεται και απλώς έλκει τις γονάδες μέσω του βουβωνικού πόρου. Οι όρχεις παραμένουν σε στενή σχέση με το οπίσθιο τοίχωμα της ελυτροειδούς αποφύσεως.


Η βουβωνοκήλη, ή πιο ορθά στα παιδιά η συγγενής βουβωνοκήλη, είναι η πρόπτωση δια μέσου του βουβωνικού πόρου, λόγω μη σύγκλεισης της ελυτροειδούς αποφύσεως, ενδοκοιλιακού σπλάχνου κυρίως εντέρου Εικ. Α. Εάν ολόκληρος ο ελυτροπεριτοναϊκός πόρος είναι ανοιχτός και το έντερο καταλαμβάνει και το ημιόσχεο τότε μιλάμε για οσχεο-βουβωνοκήλη Εικ. Β. Αν το κηλικό περιεχόμενο είναι Μεκέλειος απόφυση τότε η κήλη ονομάζεται κήλη Littre. Όταν ο κηλικός σάκος αποτελείται εν μέρει από περιτόναιο και εν μέρει από το τοίχωμα του προβάλλοντος οργάνου (Τυφλό,ουροδόχος κύστη) ονομάζεται κήλη κατ' επολίσθηση. Όταν διά του αυχένα προπίπτει τμήμα μόνο του αυλού του εντέρου (αντιμεσεντερικού χείλους) τότε ονομάζεται κήλη του Richter.
Βουβωνοκήλη και οσχεοβουβωνοκήλη

Όταν το περιεχόμενο του κηλικού σάκου επανέρχεται στην περιτοναϊκή κοιλότητα μόνο του ή με τη βοήθεια του εξετάζοντος η κήλη ονομάζεται ανατασσόμενη. Όταν το περιεχόμενο του σάκου δεν δύναται να επιστρέψει στην περιτοναϊκή κοιλότητα λόγω συμφύσεων αλλά παράλληλα δεν υπάρχει περίσφιξη του περιεχομένου ονομάζεται μη ανατασσόμενη. Όταν έχει επέλθει απόφραξη του αυλού του προπίπτοντος οργάνου η κήλη ονομάζεται περιεσφιγμένη και αν επιρεάζει και την αιμάτωσή του τότε μιλάμε για στραγγαλισθείσα.

Η συγγενής βουβωνοκήλη είναι λοξή βουβωνοκήλη. Το 3%-5% των τελειόμηνων νεογνών μπορεί να έχουν κλινικώς εμφανή βουβωνοκήλη κατά τη γέννηση.  Στα πρόωρα το ποσοστό είναι λογικά πιο υψηλό στο 9%-11%. Τα πρόωρα με ηλικία μικρότερη των 28 εβδομάδων έχουν μια επίπτωση της τάξης του 35%. Πιο συχνή είναι η δεξιά βουβωνοκήλη σε ποσοστό 60% ενώ η αριστερή σε ποσοστό 25% και πιιο σπάνια η αμφοτερόπλευρη 15%. Ο λόγος που δεξία είναι πιο συχνή πιθανά είναι ότι ο δεξιός όρχις κατεβαίνει στο όσχεο πιο αργά απ' ότι ο αριστερός και έτσι η ελιτροειδής απόφυση δεξιά κλείνει πιο καθυστερημένα. Επίσης στα πρόωρα συνυπάρχουν συχνά και άλλες πολλές καταστάσεις που ευνοούν τη μη σύγκλειση του ελιτροπεριτοναϊκού πόρου και κατ' επέκταση τη δημιουργία κήλης (βουβωνοκήλης ή υδροκήλης).

Συμπτωματολογία

Το πιο κοινό σύμπτωμα είναι η παρουσία ενός υβώματος στη βουβωνηκή χώρα ή και στο όσχεο. Αυτό παρουσιάζεται συνήθως όταν το μωρό βρίσκεται σε προσπάθεια π.χ. κλαίει, τεντώνεται αλλά όχι πάντα. Όταν το παιδί είναι χαλαρό συνήθως αυτή μειώνεται ή χάνεται αυτόματα. Στα κορίτσια αν ψηλαφάται στην κήλη μια μικρή στρογγυλή μάζα τότε αυτή είναι η ωοθήκη. Αν σε κορίτσι είναι ψηλαφητή μια τέτοια μάζα και στις δύο πλευρές τότε θα πρέπει να υποπτευθούμε και το σύνδρομο θυλεοποιητικών όρχεων. Πολλές φορές μια κήλη μπορεί να μην είναι εμφανή κατά τη διάρκεια εξέτασης από το γιατρό και καλό είναι οι γονείς να την έχουν φωτογραφήσει από πριν και έτσι να προγραμματιστεί το χειρουργείο. Η περιεσφιγμένη βουβωνοκήλη είναι η πιο συχνή επιπλοκή όπου προκαλεί έντονο άλγος μη ανατασσόμενης κήλης με ερυθρότητα του δέρματος πάνω από αυτήν και εμέτους με διάταση της κοιλίας εάν έντερο έχει περιεσφικτεί και εγκαταστάθηκε ειλεός.

Διάγνωση

Η διάγνωση είναι κλινική. Μόνο η φυσική εξέταση τις περισσότερες φορές φτάνει να θέση τη διάγνωση. Χρήσιμες επίσης μπορεί να είναι η ακτινογραφία κοιλίας σε όρθια θέση και το υπερηχογράφημα που μπορούν να δείξουν το περιεχόμενο της κήλης αν έχει εγκατασταθεί ειλεός και να βοηθήσουν κάποιες φορές στη διαφοροδιάγνωση με την υδροκήλη την κύστη τόνου ή άλλες μάζες της περιοχής.

Θεραπεία

Η θεραπεία είναι χειρουργική. Όταν τεθεί η διάγνωση πρέπει να προγραμματιστεί το χειρουργείο. Δεν υπαρχει περίπτωση ίασης χωρίς το χειρουργείο και πάντα υπάρχει ο κύνδινος της περίσφιξης. Όταν έχουμε μια περιεσφιγμένη βουβωνοκήλη γρήγορα πρέπει να πάμε το παιδί στο χειρουργό όπου επιχειρείται ανάταξη με ήπιους χειρισμούς όπως φαίνεται στην Εικ. 1.
Ανάταξη βουβωνοκήλης
Εικ. 1

Αν η ανάταξη έχει επιτυχία τότε καλό είναι μέσα σε 24 με 48 ώρες το παιδί να χειρουργηθεί, αλλά αν δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα να προγραμματιστεί το γρηγορότερο δυνατόν γιατί μια κήλη που έχει περιεσφικτεί μία φορά είναι πολύ πιθανόν να ξαναγίνει. Να πούμε επίσης ότι το πρώτο έτος της ζωής το 30% των βουβωνοκηλών που δεν θα αντιμετωπισθούν θα περισφιχτεί. Το χειρουργείο υπό γενική αναισθησία είναι σχετικά απλό με εκτομή και απολίνωση του κηλικού σάκου διαμέσου μιας μικρής εγκάρσιας βουβωνικής τομής Εικ. 2.

Τομή βουβωνοκήλης

Εικ. 2

Η μέση διάρκεια του χειρουργείου είναι περίπου τα 30 λεπτά και το παιδί μπορεί να αφήσει το νοσοκομείο την ίδια ημέρα για μια απλή βουβωνοκήλη και σε 24 ώρες για μια περιεσφιγμένη χωρίς εντερεκτομή.

Οι μετεγχειρητικές επιπλοκές μετά από επίγουσα εγχείρηση είναι 10% σε αντίθεση με το 1,5% μετά από προγραμματισμένο χειρουργείο. Οι επιπλοκές μπορεί να είναι η διαπύηση τραύματος, η υποτροπή, η βλάβη στα σπερματικά αγγεία και τον πόρο. Υπάρχει διάσταση απόψεων για το αν πρέπει να χειρουργηθεί και από την αντίθετη πλευρά ένα παιδί με αριστερή βουβωνοκήλη λόγω της αυξημένης πιθανότητας να συμβεί αυτό στο μέλλον. Μια πιο γενική άποψη είναι για αγόρια κάτω των 2 ετών και για κορίτσια κάτω των 10 ετών που παρουσιάζονται με αριστερή βουβωνοκήλη να ελέγχονται ταυτόχρονα και δεξιά. Στη σπάνια περίπτωση που έχει αναταχθεί ένα νεκρωμένο έντερο και ανευρίσκεται στο σάκο αιματηρό ή πυώδες υγρό τότε επιβάλλεται ο έλεγχος της κοιλίας με λαπαροτομή συνήθως δεξιά παράμεση.

 

Γιώργος Μαναϊλόγλου

Χειρουργός Παίδων

Δερματολογικές και άλλες παθήσεις

 

Κέρκος οφρύoς είναι μια συγγενής δερμοειδή κύστη άνωθεν του όφρυ που δημιουργεί μια υπέγερση  του δέρματος. Αυτή δεν προκαλεί άλγος στο παιδί και είναι ορατή από τους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού. Χρήζει χειρουργικής αφαίρεσης γιατί αν αφεθεί μεγαλώνει και θα δημιουργήσει ένα εντύπωμα επάνω στο μετωπιαίο οστό που καθίσταται μόνιμο. Η χειρουργική αφαίρεση γίνεται υπό ολική νάρκωση και το παιδί εξέρχεται του νοσοκομείου μετά από λίγες ώρες.

Κέρκος οφρύος

Κέρκος οφρύως.

 

 

Γιώργος Μαναϊλόγλου

Χειρουργός Παίδων

 

Δερματολογικές και συνήθεις παθήσεις

 

Για να γίνει κατανοητή η πάθηση και ο μηχανισμός που τη δημιουργεί, είναι σημαντικό να πούμε δυό λόγια για την εμβρυολογία που αφορά την κάθοδο των όρχεων στην τελική τους θέση μέσα στο όσχεο.

Κάθοδος όρχεων
Μεταξύ της 7ης εβδομάδας και της γέννησης, η βράχυνση του οσχεϊκού συνδέσμου προκαλεί την κάθοδο των όρχεων από το 10ο θωρακικό επίπεδο στο όσχεο. Οι όρχεις διέρχονται δια μέσου του βουβωνικού πόρου στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα. Μετά την 8η εβδομάδα, αμέσως μπροστά από τον οσχεϊκό σύνδεσμο, σχηματίζεται μια προεκβολή του περιτοναίου που ονομάζεται ελυτροειδής απόφυση του περιτοναίου και ωθεί προς τα έξω σακοειδείς προεκβολές της εγκάρσιας περιτονίας του έσω λοξού μυός και του έξω λοξού μυός, σχηματίζοντας με αυτόν τον τρόπο το βουβωνικό πόρο. Ο βουβωνικός πόρος εκτείνεται από τη βάση της εκστραφείσης εγκάρσιας περιτονίας (τον εν τω βάθει δακτύλιο) έως τη βάση του εκστραφέντος έξω λοξού μυός (τον επιπολής δακτύλιο). Μετά την εκκόλπωση της ελυτροειδούς αποφύσεως του περιτοναίου στο όσχεο, ο οσχεϊκός σύνδεσμος βραχύνεται και απλώς έλκει τις γονάδες μέσω του βουβωνικού πόρου. Οι όρχεις παραμένουν σε στενή σχέση με το οπίσθιο τοίχωμα της ελυτροειδούς αποφύσεως.

Ένας απλοποιημένος ορισμός για την κρυψορχία είναι η μη παρουσία όρχεων εντός του οσχέου. Όπως περιγράφεται και πιο πάνω οι όρχεις κατά την γέννηση σε τελειόμηνη κύηση πρέπει να βρίσκονται εντός του οσχέου. Οι όρχεις κατέρχονται εντός του οσχέου υπό την επιρροή ορμονών της μητέρας και του εμβρύου. Διαταραχές στην παρουσία ή στους υποδοχείς αυτών των ορμονών αλλά και σε άλλους παράγοντες μπορούν να αναστείλλουν την κάθοδο  των όρχεων και έτσι αυτοί να παραμείνουν σε υψηλότερη θέση σε κάποιο σημείο της φυσιολογικής τους διαδρομής καθόδου και αυτό ομομάζεται αληθής κρυψορχία. Αν ο όρχις βρίσκεται εκτός του οσχέου και σε μία θέση εκτός της φυσιολογικής του διαδρομής τότε μιλάμε για έκτοπο όρχι. Ένας έκτοπος όρχις μπορεί να βρίσκεται στο μηρό στην βουβωνική περιοχή υπερηβικά και στο περίναιο. Αν ο ή οι όρχεις πότε βρίσκονται εντός του οσχέου και πότε απουσιάζουν τότε μιλάμε για ανασπώμενους όρχεις. Αν τώρα δεν ανευρίσκεται ο όρχις ή αναγνωρίζεται μια υποτυπώδη παρουσία του τότε πρόκειται για ανορχία ή για ατροφία όρχι. Οι λόγοι της ατροφίας μπορεί να είναι ορμονικοί ή η ενδομήτρια συστροφή του όρχι.

Το 0,8% με 1,3% των αγοριών κατά την γέννηση παρουσιάζουν κρυψορχία. και το 20% με 30% των πρόωρων νεογνών παρουσιάζουν άδειο όσχεο. Ένα άδειο όσχεο μπορεί να αφορά ανασπώμενους όρχεις ή αληθή κρυψορχία. Από αυτούς το 3% είναι έκτοποι, το 5% είναι ατροφικοί ή δυσγενετικοί το 3% αφορά ανορχία δηλαδή πλήρη απουσία όρχι και το 89% αφορά αληθή κρυψορχία.  Πάνω από το 80% η κρυψορχία αφορά τον έναν από τους δύο όρχεις.

Συμπτωματολογία

Η κρυψορχία είναι ασυμπτωματική. Το μόνο σύμπτωμα είναι η απουσία του ενός ή και των δύο όρχεων από το όσχεο. Σπάνια, ο έκτοπος όρχις λόγω της θέσης του μπορεί να υποστεί τραυματισμό και τότε να δώσει συμτώματα όπως έντονο άλγος και αιμάτωμα και αυτό πρέπει να το γνωρίζουν οι γονείς. Αυτοί οι όρχεις έχουν φυσιολογική λειτουργία.

Διάγνωση

Η διάγνωση αρχικά είναι κλινική με ψηλάφηση του όσχεου. Αν παρόλο τους χειρισμούν είναι αδύνατων να εντοπιστεί ο όρχις τότε το υπερηχογράφημα είναι απαραίτητο για τον εντοπισμό και τα χαρακτηριστικά του όρχι αν και το υπερηχογράφημα θα πρέπει να γίνεται πάντα σε περίπτωση που οι όρχεις δεν βρίσκονται στο όσχεο ακόμα και στους ανασπώμενους όρχεις. Ορισμένες φορές συνυπάρχουν και άλλες ανωμαλίες όπως υποσπαδίας, εξστροφή ουροδόχου κύστης, γαστρόσχιση, σύνδρομο Prune-Belly και ο ψευδερμαφροδιτισμός. Άλλες εξετάσεις που μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό του όρχι είναι η αξονική τομογραφία ή η MRI και το σπινθηρογράφημα αλλά και η λαπαροσκοπία.

Θεραπεία

Πρέπει να γίνει γνωστό ότι η παρουσία των όρχεων σε θέσεις εκτός της φυσιολογικής είναι δυνατόν να δημιουργήσει πρόβλημα με το πέρασμα του χρόνου όπως η ατροφία του και η δημιουργία αντισωμάτων, σε περίπτωση μονόπλευρης κρυψορχίας, που μπορούν να επιρρεάσουν την λειτουργία του φυσιολογικού, καθώς και η εξαλλαγή του ατροφικού και ανάπτυξη κακοήθων νεοπλασμάτων.

Όσον αφορά τους ανασπώμενους όρχεις συνήθως δεν χρειάζεται χειρουργείο και με τα χρόνια οι όρχεις σταθεροποιούνται στο όσχεο. Η θεραπεία με ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (human chorionic gonadotropin) μπορεί να βοηθήσει αλλά αντεδύκνειται η χρήση της για μακρά χρονική περίοδο. Οι γονείς πρέπει να παρατηρούν αν στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας οι όρχεις βρίσκονται εντός ή εκτός του οσχέου και να το αναφέρουν στο γιατρό. Περιοδικά πρέπει να γίνεται μέτρηση των διαστάσεων του όρχι και σε περίπτωση που επιρεάζονται και αν στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας είναι εκτός οσχέου τότε πρέπει να εξετάζεται και η περίπτωση του χειρουργείου. Εάν  κριθεί απαραίτητη η χειρουργική αποκατάσταση το χειρουργείο είναι ίδιο τεχνικά με αυτό της κρυψορχίας.

Ο ατροφικός ή υποπλαστικός όρχις πρέπει πάντα να αφαιρείται μετά των στοιχείων του έως τα δύο χρόνια.  Όπως είπαμε παράγει αντισώματα που μπορεί να βλάψουν τον υγειή όρχι καθώς και η κατά 20% έως 40% πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής μετά από χρόνια.

Η αληθής κρυψορχία αντιμετωπίζεται χειρουργικά μετά την ηλικία των 6 μηνών. Το χειρουργείο που γίνεται ονομάζεται ορχεοπηξία. Ο συνδιασμός ορμονικής θεραπείας πριν τη χειρουργική διατηρούν τον όγκο του όρχι αλλά και των σπερματικών αγγείων κάνοντας πιο εύκολο το χειρουργείο γι΄αυτό και πολλές φορές προτείνεται. Επίσης όσο πιο μακρυά βρίσκεται ο όρχις από την φυσιολογική του θέση, τόσο πιο πολύ εφαρμόζονται και οι αρνητικές συνέπειες, αλλά και τόσο πιο πολύ γίνεται δύσκολη η αποκατάσταση. Το χειρουργείο  υπό γενική αναισθησία εκτελείται δια μέσου δύο μικρών τομών μία εγκάρσια βουβωνική όπως και στην βουβωνοκήλη και μια στό σύστοιχο ημιόσχεο. Το χειρουργείο γίνεται και λαπαροσκοπικά κυρίως για ενδοκοιλιακούς όρχεις. Το παιδί μετεγχειριτικά πρέπει να λαμβάνει ενδοφλέβια αντιβίωση και εξέρχεται του νοσοκομείου την επόμενη ημέρα. Στην πιο κάτω εικόνα φαίνονται οι πιο σημαντικοί χειρουργικοί χρόνοι της ορχεοπηξίας.

Εγχειρητικοί χρόνοι

 

Γιώργος Μαναϊλόγλου

Χειρουργός Παίδων

 

 

Δερματολογικές και συνήθεις παθήσεις

 

Η Μολυσματική τέρμινθος είναι μια ιογενής λοίμωξη του δέρματος και ευκαιριακά των βλεννογόνων. Ο ιός ανήκει στην οικογένεια των poxvirus και ονομάζεται Molluscum Contagiosum Virus (MCV) και αποικεί μόνο τον άνθρωπο. Υπάρχουν 4 τύποι MCV-1, MCV-2, MCV-3 και MCV-4. Ο πιο συχνός είναι ο MCV-1 ενώ ο MCV-2 ανευρείσκεται πιο συχνά σε ενήλικες και είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενος. Αυτή η κοινή ιογενή λοίμωξη έχει υψηλή επίπτωση στα παιδιά στους σεξουαλικά ενεργείς ενήλικες και στους ανοσοκατεσταλμένους. Η ηλικία που εμφανίζεται πιο συχνά στα παιδιά είναι μεταξύ ενός και δέκα ετών.

Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε περιοχή του σώματος αλλά πιο συχνά στις ζεστές και υγρές  περιοχές όπως στα γεννητικά όργανα στην περιοχή του πρωκτού και στις μασχάλες ενώ στα παιδιά συχνά προσβάλλεται  το πρόσωπο και η περιοχή γύρω από τα μάτια. Μεταδίδεται δια της επαφής αλλά και με κοινά χρησιμοποιούμενα αντικείμενα όπως ρούχα πετσέτες κ.λ.π. Επίσης μεταδίδεται στο ίδιο άτομο από το ένα σημείο του σώματος σε άλλο με την αφή-ξύσιμο διαδικασία που ονομάζεται αυτοενοφθαλμισμός. Η νόσος μεταδίδεται όσο είναι εμφανείς οι δερματικές αλλοιώσεις (σπυράκια).

Ο χρόνος όπου κάποιος μπορεί να έχει κολλήσει έως ότου γίνουν εμφανείς οι δερματικές αλλοιώσεις μπορεί να φτάσει και τους 6 μήνες αλλά ο μέσος όρος είναι 2-7 εβδομάδες (χρόνος επώασης).

Συμπτωματολογία

Οι δερματικές αλλοιώσεις της Μολυσματικής Τερμίνθου χαρακτηρίζονται από 1-5 mm στο χρώμα του δέρματος  ή ελαφρώς λευκωπές βλατίδες (θολωτές) με ομφαλωτό κέντρο και περιέχουσες ένα λευκωπό παχύρευστο υλικό το σωμάτιο της τερμίνθου (Εικ. 1) (Εικ.2).Μολυσματική τέρμινθος Μολυσματική τέρμινθο σε παιδίΑυτά γενικώς δεν προκαλούν πόνο εκτός εάν επιμολυνθούν ή παρουσιάσουν φλεγμονή. Συχνά όμως μπορεί να προκαλέσουν κνησμό. Σε ένα 10% των περιπτώσεων μπορεί να εμφανιστεί έκζεμα πέριξ των αλλοιώσεων. Μπορεί επίσης στο κέντρο τους να παρουσιάσουν και μικρή αιμορραγία. Η βλάβη περιορίζεται στο ανώτερο στρώμα της επιδερμίδας.

Διάγνωση

Η διάγνωση είναι κλινική ενώ δεν είναι εύκολη η καλλιέργεια. Η βιοψία μπορεί να θέσει τη βεβαιώτητα της διάγνωσης αλλά τις περισσότερες φορές είναι αρκετή η κλινική εικόνα.

Θεραπεία

Οι βλάβες αυτές συνήθως σε 6 με 12 μήνες εξαφανίζονται χωρίς καμία θεραπεία και χωρίς να αφήσουν ουλές όταν αναπτυχθεί φυσική αντίσταση (ανοσοποίηση ) στον ιό. Ορισμένες φορές όμως αυτό μπορεί να διαρκέσει ακόμη και  χρόνια κυρίως όμως σε παιδιά με τάση στο έκζεμα ή σε ανοσοκατεσταλμένα. Έτσι εάν οι βλάβες (σπυράκια) είναι λίγες χωρίς σημεία φλεγμονής ή εκζέματος μπορεί και να μην εφαρμοσθεί κάποια θεραπεία. Το έκζεμα αντιμετωπίζεται με κρέμες κορτιζόνης.

Οι θεραπείες, όταν αυτές κριθούν απαραίτητες μπορεί να είναι διάφορες όλες όμως παρουσιάζουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Παρακάτω θα παραθέσω όλους τους εναλλακτικούς διαθέσιμους τρόπους  θεραπείας.

Μια ήπια και σχετικά αποτελεσματική θεραπεία εφόσον ο αριθμός των βλαβών είναι περιορισμένος είναι η καθημερινή εφαρμογή βάματος ιωδίου και η επικάλυψη των βλαβών με ένα τσιρότο και η καθημερινή αλλαγή του.

Η κρυοθεραπεία με υγρό άζωτο είναι αποτελεσματική αλλά προκαλεί πόνο όταν εφαρμόζεται και η υπερβολική χρήση της μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές.

Η χειρουργική αφαίρεση (απόξεση) συνίσταται στην αφαίρεση και σύνθλιψη των βλαβών με χειρουργική λαβίδα και στη συνέχεια  εφαρμογή βάμματος ιωδίου, αλλά αυτή είναι μια επώδυνη διαδικασία και στα παιδιά συνήθως γίνεται υπό τοπική ή γενική αναισθησία.

Μια άλλη αποτελεσματική εναλλακτική θεραπεία είναι η χρήση υπερπαλμικού laser αλλά και αυτή επειδή προκαλεί πόνο εφαρμόζεται τοπική ή στα παιδιά  και γενική αναισθησία.

Επίσης η διαθερμοπηξία μπορεί να χρησιμοποιηθεί αλλά είναι και αυτή επώδυνη και είναι πιθανό να αφήσει και μια μικρή ουλή.

Αποτελεσματικές επίσης, ορισμένες και σε υψηλό ποσοστό, είναι η χρήση διάφορων χημικών ουσιών  σε μορφές κρέμας ή λοσιόν όπως η ιμικουιμόλη αλλά δεν έχει ακόμη εγκριθεί από τον FDA (Food and Drug Administration) για τη θεραπεία της τερμίνθου, το υδροξίδιο του Καλίου 5% με καλά αποτελέσματα με ίαση στο 73% των περιπτώσεων σε 4 εβδομάδες καθώς και η κανθαριδίνη.

Άλλες ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι το τριχλωροακετικό οξύ, η σιμετιδίνη ακόμη δεν έχει εγκριθεί από το FDA για τη θεραπεία της τερμίνθου, cidofovir ακόμη δεν έχει εγκριθεί από το FDA  για τη θεραπεία της τερμίνθου.

 

 

 

Γιώργος Μαναϊλόγλου

Χειρουργός Παίδων

 

 

Δερματολογικές και συνήθεις παθήσεις

 

Για να γίνει κατανοητή η πάθηση και ο μηχανισμός που τη δημιουργεί, είναι σημαντικό να πούμε δυό λόγια για την εμβρυολογία που αφορά την κάθοδο των όρχεων στην τελική τους θέση μέσα στο όσχεο.

Κάθοδος όρχεων

Μεταξύ της 7ης εβδομάδας και της γέννησης, η βράχυνση του οσχεϊκού συνδέσμου προκαλεί την κάθοδο των όρχεων από το 10ο θωρακικό επίπεδο στο όσχεο. Οι όρχεις διέρχονται δια μέσου του βουβωνικού πόρου στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα. Μετά την 8η εβδομάδα, αμέσως μπροστά από τον οσχεϊκό σύνδεσμο, σχηματίζεται μια προεκβολή του περιτοναίου που ονομάζεται ελυτροειδής απόφυση του περιτοναίου και ωθεί προς τα έξω σακοειδείς προεκβολές της εγκάρσιας περιτονίας του έσω λοξού μυός και του έξω λοξού μυός, σχηματίζοντας με αυτόν τον τρόπο το βουβωνικό πόρο. Ο βουβωνικός πόρος εκτείνεται από τη βάση της εκστραφείσης εγκάρσιας περιτονίας (τον εν τω βάθει δακτύλιο) έως τη βάση του εκστραφέντος έξω λοξού μυός (τον επιπολής δακτύλιο). Μετά την εκκόλπωση της ελυτροειδούς αποφύσεως του περιτοναίου στο όσχεο, ο οσχεϊκός σύνδεσμος βραχύνεται και απλώς έλκει τις γονάδες μέσω του βουβωνικού πόρου. Οι όρχεις παραμένουν σε στενή σχέση με το οπίσθιο τοίχωμα της ελυτροειδούς αποφύσεως.

 


Υδροκήλη ονομάζεται η παρουσία υγρού γύρω από τον όρχι. Φυσιολογικά κατά την γέννηση σχεδόν όλα τα αγόρια έχουν υδροκήλη που στα περισσότερα παιδιά απορροφάται μέσα σε λίγες ημέρες και σχεδόν στο σύνολο μέσα στο πρώτο έτος. Εάν παραμένει η υδροκήλη μετά το έτος τότε πιθανότατα θα χρειαστεί χειρουργική διόρθωση. Για να κατανοήσεται τον μηχανισμό παρουσίας υγρού γύρω από τον όρχι να πούμε δυό λόγια συμπληρωματικά. Μέσα στην κοιλιά υπάρχει πάντα λίγο υγρό. Αυτό το υγρό μέσα από τον ανοιχτό ελυτροπεριτοναϊκό πόρο πριν την γέννηση περνάει και κατεβαίνει μέχρι τον όρχι. Κατά, ή λίγο μετά τη γέννηση, ο ελυτροπεριτοναϊκός πόρος κλείνει και έτσι λίγο υγρό μένει γύρω από τον όρχι αλλά σταδιακά απορροφάται. Αν ο ελυτροπεριτοναϊκός πόρος δεν κλείσει και παραμείνει η επικοινωνία μεταξύ του όρχι και της κοιλιάς τότε υγρό μπορεί να μπαίνει και να βγαίνει κάθε φορά που αυξάνεται ή μειώνεται το υγρό που υπάρχει μέσα στην κοιλιά του παιδιού δημιουργώντας έτσι την επικοινωνούσα υδροκήλη (Εικ. Α). Αν το υγρό που υπάρχει γύρω από τον όρχι δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στην κοιλιά γιατί έκλεισε η επικοινωνία μιλάμε για μη επικοινωνούσα υδροκήλη (Εικ. Β). Αν πάλι κλείσουν τα δύο άκρα του ελυτροπεριτοναϊκού πόρου αλλά το κεντρικό του τμήμα παραμείνει ανοιχτό και εγλωβιστεί υγρό τότε μιλάμε για κύστη τόνου (Εικ. C). Αν υγρό συνεχώς και γρήγορα συσσωρεύεται στην κοιλότητα του ιδίου ελυτροειδούς αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει ή να απορροφηθεί δημιουργείται η μη επικοινωνούσα υδροκήλη υπό τάσιν. Η αντίστοιχη, με την κύστη τόνου των αγοριών, στα κορίτσια ονομάζεται κύστη Nuck. Στις τρεις πιο κάτω εικόνες με σιέλ χρώμα σημειώνεται το υγρό.

Επικοινωνούσα υδροκήλη Κύστη τόνουΜη επικοινωνούσα υδροκήλη

 

Συμπτωματολογία

Η υδροκήλη στα παιδιά γενικά δεν προκαλεί πόνο. Ίσως η μη επικοινωνούσα υδροκήλη υπό τάσιν να δίνει μια ενόχληση στο παδί. Η κατάσταση γίνεται αντιληπτή από τους γονείς ως μια διόγκωση του οσχέου ή του ημιοσχέου, δηλαδή του σάκου που βρίσκονται οι όρχεις, χάνοντας σταδιακά τη φυσιολογική ρυτίδωσή του. Αυτή η διόγκωση μπορεί να γίνει σταδιακά αλλά και γρήγορα μέσα σε μια δυό μέρες κυρίως στις περιπτώσεις που έχουμε ταχεία αύξηση του υγρού που υπάρχει μέσα στην κοιλιά κυρίως όταν το παιδί είναι άρρωστο, περνάει κάποια ίωση. Με το που το παιδί γίνει καλά σταδιακά το υγρό υποχωρεί αργά ή και γρήγορα. Υπάρχουν και άλλες καταστάσεις βέβαια που μπορούν να παράγουν υγρό και να παρουσιαστεί υδροκήλη όπως φλεγμονές (επιδιδυμίτιδα, ορχεοεπιδιδυμίτιδα) συστροφές (όρχι, κύστεων π.χ. Morgangi) αλλεργίες και σπάνια όγκων.

Διάγνωση

Η διάγνωση είναι κατά βάση κλινική με την φυσική εξέταση αλλά και με τη χρήση φακού (διαφανοσκόπηση). Επίσης το υπερηχογράφημα του οσχέου θα μας επιβεβαιώσει τη διάγνωση αλλά θα μας δώσει και χρήσιμες πληροφορίες για τους όρχεις καθώς βοηθάει και στην διαφοροδιάγνωση.

Θεραπεία

Η υδροκήλη γενικά δεν είναι μια επικίνδυνη κατάσταση για το παιδί. Επίσης λόγω του ότι μέσα στον πρώτο χρόνο η επικοινωνία θα μπορούσε να κλείσει και το υγρό να απορροφηθεί δεν χειρουργείται στο πρώτο έτος της ζωής του παιδιού.  Συνήθως η χειρουργική αποκατάσταση γίνεται στην ηλικία περίπου των 2 ετών. Ο λόγος που δεν πρέπει γενικά να αφήνεται είναι ότι με τα χρόνια το υγρό αυτό ασκεί μια πίεση στον όρχι και διατηρεί μια μεγαλύτερη θερμοκρασία με αποτέλεσμα την μη καλή ανάπτυξή του και πιθανά στην δημιουργία όχι καλής ποιότητας σπέρματος κατά την ενήλικη ζωή.

Τομή υδροκήληςΤο χειρουργείο είναι γενικά απλό, γίνεται υπό γενική αναισθησία μέσο μιας μικρής εγκάρσιας βουβωνικής τομής (Εικ. 1), όπως και στη βουβωνοκήλη, και διακόπτουμε απολινώνοντας την επικοινωνία. Το παιδί μετά από 4 με 6 ώρες μπορεί να πάει στο σπίτι.

 

Εικ. 1

 

 

 

 

 

 

 

 

Γιώργος Μαναϊλόγλου

Χειρουργός Παίδων

 

 

 

 

Φιλοξενία ιστοσελίδας Angellight web services

Web Analytics